-
1 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
2 безубыточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;αποδοτικός, προσοδοφόρος, επικερδής•-ое предприятие επικερδής (χωρίς έλλειμα) επιχείρηση.
См. также в других словарях:
ՄԵՂ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c գ. ἀμαρτία peccatum ἅδικον injuriosum ἕλλειμα, πλημμέλεια , αἱτία delictum, culpa. Եզականն բառիս Մեղք, անհոլով. (լծ. լտ. մա՛լում. չար). Յանցանք. վնաս. գործ անիրաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)